Είμαστε οι παθητικοί θεατές μιας σουρεάλ ταινίας. Οι τράπεζές μας περνούν δύσκολες ώρες (Μητσοτάκουλας), τον σκουρόχρωμο μπλινγκ-μπλινγκ-Νότις τον ενοχλούν οι σκουρόχρωμοι Πακιστανοί στα φανάρια, ομοφυλόφιλοι στηρίζουν τους δήμιούς τους, το Υπουργείο Αλήθειας του Όργουελ φαντάζει σχεδόν ωραίο μπορστά στην πολιτική πραγματικότητα, τα μνημόνια και η φτώχεια θα μας γλιτώσουν από την φτώχεια, οι Χαζί χρησιμοποιούν αρχαιοελληνικά σύμβολα (Ινδικά, σύμφωνα με την άδικη και πικρή πραγματικότητα) και χαιρετισμούς. Ο Κασίδας αναρωτιέται γιατί γίνεται άρση της βουλευτικής ασυλίας μόνο σε δολοφόνους και εγκληματίες και παρατηρεί οτι δεν είναι τυχαίο γεγονός (“στην τύχη πιάσαμε τον δολοφόνο, αρχηγέ”), και πολλά άλλα, μικρά ή μεγάλα. Μάχες παντού, για όλα, μέχρι και για την σεξουαλικότητα με τα παπαδαριά (άσχετοι επί του θέματος, μιας και οι περισσότεροι είναι αφιερωμένοι στην μπαναγιά, τον τζίζας, σε συναδέλφους τους, τέλος πάντων γνώση του αντικειμένου δε μπορείς να πεις οτι έχουν). Το πιο πρόσφατο χτύπημα όμως ήρθε από το χώρο της ελαφράς και ελαφριάς λογοτεχνίας.
Η μανδάμ συγγρα-φεύ!-ς, με την επιστολή της αναζοπύρωσε τα πάθη και άθελά της έφερε στην επιφάνεια πολύ σημαντικά πολιτκά θέματα, όπως αυτό των πνευματικών δικαιωμάτων, των ταξικών διαφορών και την αποσύνδεση των εχόντων με των μη-εχόντων, του δημοσίου και του ιδιωτικού χώρου, της παιδείας και μερικά ακόμα στα οποία δε θα αναφερθώ.
Η απάντησή μου, όπως συνήθως, είναι: βυζγιά.
Για να γίνω πιο σαφής: Όταν οι εκφραστές της μετριότητας και της βιομηχανοποίησης της τέχνης αμφισβητούν την ανάγκη ύπαρξης δημοσίων χώρων όπου η γνώση μεταδίδεται ελεύθερα και είναι προσβάσιμη από όλους, τα βυζγιά είναι η υψηλότερης αισθητικής και περιεχομένου, απάντηση που μπορώ να δώσω.
Το πρόβλημα είναι όταν αρχίζεις και παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά. Είναι και ένα πρόβλημα όταν δεν μπορείς πια να ανακαινίζεις το πανάκριβο διαμέρισμά σου κάθε 6μηνο, αλλά αυτό είναι πολύ βαθύτερο. Το πρώτο όμως, είναι αυτό στο οποίο θα αφιερώσω λίγο χρόνο. Όταν από τίποτας, όπως είμαστε οι περισσότεροι, γίνεσαι κάποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά χωρίς να αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα, ξεκινάει το θέμα. Γιατί αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά την αξία και παίρνεις σαν δεδομένη την επιτυχία.
Θέλω να πω, για να το κάνω πιο προσωπικό, αν εγώ, μια βυζαρού που γράφει μαλακίες, ξαφνικά πάρω μια προσφορά για να γράφω επί πληρωμή σε ένα, πες, μεγάλο περιοδικό, και ξαφνικά γνωρίσω δόξα, χρήμα, επιτυχία, μπορεί να σταματήσω να αντιλαμβάνομαι οτι είμαι μια βυζαρού που γράφει μαλακίες και να νομίζω οτι είμαι ο επόμενος Μπέρτραντ Ράσελ. Αν έχω αρκετούς φανς (και είναι δεδομένο οτι θα έχεις αρκετούς φανς, όποιος και να είσαι και ότι μαλακία και να κάνεις, αν σε μοστράρουν σε πολύ μεγάλο κοινό, πάρε τις χρυσαλίδες, τους Νότις, τον Σαμαρass) και οι περισσότεροι από αυτούς, ή τουλάχιστον αυτοί που τους αρέσω περισσότερο και είναι παθιασμένοι τόσο, ώστε να μου λένε πόσο γαμάτη είμαι και τί ωραία που τα λέω και τί ωραία βυζγιά που έχω, χωρίς να έχω το υπόβαθρο για να αντιμετωπίσω αυτή την ξαφνική επιτυχία, θα γίνω χρυσαλίδα σε φυσαλίδα.
Άλλο σημαντικό θέμα είναι οτι σε περίπτωση κρίσης, τα μη απαραίτητα για τη διαβίωση, τα αντικείμενα πολυτελείας για παράδειγμα, πέφτουν σε πωλήσεις. Η ελαφριά και ελαφρά λογοτεχνία, είναι θύμα αυτού του φαινομένου. Και ο καυλιτέχνης με ποιόν θα τα βάλει, αν όχι με αυτούς που τον έκαναν αυτό που είναι, με το κοινό του δηλαδή που του πρόσφερε αυτή το χλιδοκιτσάτο λάιφσταιλ, τόσα χρόνια (φρίκη, κάψιμο, παράνοια)? Οπότε στρέφεται εναντίον τους, τους αντιμετωπίζει ως φτηνούς πασέ και βήτα που θέλουν να κλέψουν το πνευματικό σου τεκνό (νεραός, ψηλός, γαλανομάτης, ωραίο σώμα αλλά πιο χαζός κι από τα ραδίκια) και να πάνε να το διαβάσουν στη ζούλα, σε καμμια βλιβλιοθήκη.
Μάλιστα, επιπλέον, η χρυσαλίδες αποκαλούν το κοινό τους “τεμπέληδες” ή εντάξει, κάνουν μια υποχώρηση, μπορεί να είναι απλά ηλίθιοι “και να έκαναν λάθος επιλογές” και γι’αυτό να μην έχουν λεφτά να πάρουν τα βιβλία της (από μήνυμα σε αναγώστριά της). Και εδώ η απάντηση μου είναι βυζγιά. Αλλά με 50%+ ανεργία στους νέους, είναι λίγο προκλητικό ρε κοπελιά, ή ηλίθιο. Η μόνη λάθος επιλογή που μπορεί να έκαναν είναι η επιλογή των βιβλίων που ήθελαν να διαβάσουν. Αλλά τέλος πάντων. Γούστα ήταν (ΗΤΑΝ ή αουτάν) αυτά. Ο άλλος είναι ομοφυλόφιλος και στηρίζει δημόσια τα χρυσαύγουλα που τον θεωρούν ανοιχτά υπάνθρωπο, άρρωστο και κατώτερο, εδώ θα κολλήσουμε?
Το σημαντικότερο θέμα που, άθελά της πάντα, έθιξε η μανδάμ, ήταν αυτό της δημόσιας βιβλιοθήκης. Με την οποία, με έκπληξή μου διαπίστωσα, άλλοι συγγραφείς ψιλοσυμφώνησαν, οι οποίοι κατα τ’άλλα το έκριναν το θέμα ορθότερα.
Θα διηγηθώ τη δική μου ιστορία, για να εκφράσω καλύτερα την δική μου άποψη επί του θέματος. Όταν ήμουν μικρή, το φροντιστήριο Αγγλικών μου είχε δύο βιβλιοθήκες, μικρές σχετικά, 5-6 ράφια η κάθε μία και από κατω ντουλάπια, με μερικά κλασικά λογοτεχνικά βιβλία, όπως το “Strange Case of Doctor Jekyll and Mr Hyde”, το “A Tale of Two Cities”, το “The Adventures of Tom Sawyer”, τέτοια πράγματα. Μέσα σε δύο χρόνια, τα είχα διαβάσει όλα και είχα ξεμείνει. Και ο καθηγητής μου, μου έφερνε από το σπίτι του. Και τα διάβασα και αυτά. Αργότερα, όταν έκανα ιδιαίτερα με μια καθηγήτρια, πολύ συχνά μου έφερνε βιβλία από το σπίτι του, γιατί συζητούσαμε για λογοτεχνία και ήθελε να μου δώσει καινούρια ήδη που πιθανόν να μου άρεσαν. Τα είχα διαβάσει όλα και όντως άρχισα να αγαπάω και άλλα είδη, εκτός από τα κλασικά.
Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία, τώρα βρίσκονται στη βιβλιοθήκη μου, γιατί τα αγόρασα και η ίδια. Και πολλά περισσότερα, από πολλά περισσότερα ήδη. Αυτό έγινε χάρη στους ανθρώπους που αγαπούσαν το διάβασμα και ήθελαν να μοιραστούν την αγάπη τους και την ευχαρίστηση που έπαιρναν από αυτό, με άλλους. Πάντα θα ήθελα να ζω κάπου όπου θα είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και θα πήγαινα να τα ανακαλύψω μόνη μου, αλλά δυστυχώς δεν ήμουν τυχερή. Το ρόλο αυτό έχουν αναλάβει τα βιβλιοπωλεία. Μπορώ να περάσω ώρες σε ένα βιβλιοπωλείο και συνήθως τις περνάω. Σε μερικά βιβλιοπωλεία έχουν καφετέριες για να πίνεις τον καφέ σου και να χαζεύεις. Σε ένα από αυτά, αφού είχα πάρει εναν στίβο από βιβλία (αν*υπέρ*βλητο*ς ΓΑΠ), με έναν χυμό και ένα σάντουιτς, έφαγα κανένα δίωρο, χαζεύοντας και ξεχωρίζοντας ποιά θέλω. Πήρα όσα περισσότερα μπορούσα. Ένας φίλος, εκτός από λίγα βιβλία που κρατάει, όλα τα υπόλοιπα τα δίνει σε γνωστούς του και συχνά το σκέφτομαι και έχω τύψεις που είμαι τόσο εγωίστρια και τα κρατάω όλα. Η δικαιολογία μου είναι οτι είναι όλα καταπληκτικά και που και που τα χρησιμοποιώ για να αναπτύξω μια ιδέα δική μου ή για πηγές, τέτοια πράγματα. Αλλά είμαι εγωίστρια, γιατί κάποιος άλλος μπορεί να κάνει μια αρχή και να αγαπήσει έναν συγγραφέα ή ένα είδος που δεν το έχει γνωρίσει μέχρι τώρα με αυτά και εγώ τα έχω στα ράφια μου.
Το θέμα μου είναι οτι αν είχα πρόσβαση σε δημόσια βιβλιοθήκη, το πιθανότερο είναι οτι θα είχα αγοράσει πολλά περισσότερα βιβλία. Με τον ίδιο τρόπο που το ραδιόφωνο σε κάνει να αγαπάς καινούριες μουσικές και μετά τις αγοράζεις ή/και πας σε συναυλίες, μπορεί να πάρεις και κανένα μπλουζάκι, κάνα χοτ-ντογκ, ξέρεις. Έτσι και αυτή, αν έκοβε λιγάκι, θα έπρεπε να παρακαλάει να μπει σε βιβλιοθήκες. Άσχετα αν οι βιβλιοθήκες θα έπρεπε να τα αποφεύγουν τέτοιου είδους βιβλία. Εδώ είπε οτι σχολικές βιβλιοθήκες της ζητούσαν τα βιβλία της. Προφανώς κάποιος δάσκαλος μισεί τα φρέσκα μυαλά και θέλει να τα σαπίσει. Αν δεν τα μισεί, θα έδινε στα στα παιδιά ένα από τα εκατοντάδες, τουλάχιστον, αριστουργήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, όχι Κοζμοπόλιταν σε διαφορετικό μέγεθος.
Βέβαια, η αλήθεια είναι οτι αν διαβάζεις ή/και ξέρεις από μουσική, Χρυσαλίδες και Νότισς δε θα αγοράσεις. Και θα χτυπιούνται οτι τα κατεβάζεις και αυτές και οι νταβάδες τους. Δεν τα κατεβάζουμε καλή μου, ούτε τα δανειζόμαστε από βιβλιοθήκες. Τα αγνοούμε. Και μπορεί αυτό να το ξέρει, γι’αυτό τέτοια απαξιώση στις βιβλιοθήκες. Αμφιβάλλω, αλλά λέμε τώρα. Μπορεί να της το λέει το ένστικτο της, αυτό που της λέει οτι στην προηγούμενη ζωή ήταν “κακός άνδρας”, μπορεί αυτό το καταπληκτικό, διορατικό ένστικτό της να της λέει οτι οι βιβλιοθήκες δεν κάνουν καλό στον τραπεζικό της λογαριασμό. Γιατί οι αναγνώστες ξέρουν οτι η γνώση δεν είναι μπίζνα να βγάλεις εσύ κανα λεφτό.
Σας αγαπώ (εκτός από τις βυζινεσγουίμεν-συγγραφείς και τους σκουρόχρωμους και/ή ομοφυλόφιλους ρατσιστές),